ἀναστομώσεις

ἀναστομώσεις
ἀναστόμωσις
outlet
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀναστόμωσις
outlet
fem nom/acc pl (attic)
ἀναστομόω
furnish with a mouth
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀναστομόω
furnish with a mouth
fut ind act 2nd sg
ἀ̱ναστομώσεις , ἀναστομόω
furnish with a mouth
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἀναστομόω
furnish with a mouth
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀναστομόω
furnish with a mouth
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυοκάρδιο — (Ανατ.). Ο μυικός ιστός της καρδιάς· η μικροσκοπική δομή του μοιάζει με των γραμμωτών μυών, αλλά τον κάνουν να διαφέρει από αυτούς οι αναστομώσεις που υπάρχουν μεταξύ των μυικών ινών, η κεντρική θέση των πυρήνων, η παρουσία χαρακτηριστικών… …   Dictionary of Greek

  • νηματέλμινθες — Τύπος ασπόνδυλων με σώμα κυλινδρικό, μη μεταμερικό, γενικά χωρίς κινητικές αποφύσεις, του οποίου η επιδερμίδα έχει σκληρυνθεί από μια ουσία ανάλογη με τη χιτίνη των εντόμων. Εξαιτίας της μορφής του σώματός τους, οι ν. λέγονται λαθεμένα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”